- τριώροφος
- η , ο [ος , ον ] трёхэтажный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριώροφος — of three stories masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριώροφος — η, ο / τριώροφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις ορόφους, τρία πατώματα (α. «τριώροφη κατοικία» γ. «ἄστυ... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριώροφο σπίτι με τρία πατώματα αρχ. το ουδ. ως ουσ. το τρίτο πάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τριώροφος — η, ο που έχει τρεις ορόφους, τρίπατος: Τριώροφο σχολείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριώροφον — τριώροφος of three stories masc/fem acc sg τριώροφος of three stories neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριορόφων — τριώροφος of three stories masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριωρόφοις — τριώροφος of three stories masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριωρόφου — τριώροφος of three stories masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριωρόφους — τριώροφος of three stories masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριωρόφων — τριώροφος of three stories masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριωρόφῳ — τριώροφος of three stories masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόροφα — τριώροφος of three stories neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)